Ο Κοινωνικός Λειτουργός Λάμπρος Αραπάκος, που έχει εκπαιδευτεί στη συμβουλευτική παιδιών, εφήβων και οικογενειών στη σοβαρή αρρώστια και το πένθος από τη μη κερδοσκοπική εταιρεία για τη Φροντίδα Παιδιών και Οικογενειών στην αρρώστια και τον θάνατο “Μέριμνα”, επιχειρεί μία βιβλιογραφική ανασκόπηση για το Πένθος.
Πώς ακριβώς ορίζεται το πένθος και ο θρήνος;
O θρήνος συνιστά μια διαδεδομένη και θεμελιώδη πτυχή της ανθρώπινης εμπειρίας (Κramer, 1998)· πρόκειται για τη διεργασία που υποδεικνύει τις αντιδράσεις του ατόμου στην απώλεια (Corr, Nabe, & Corr, 2009). Η Χατζηνικολάου (2009, σελ. 77) χαρακτηρίζει τον θρήνο «ως μια δεξιότητα ζωής που πρέπει να βιωθεί και όχι μια αρρώστια που πρέπει να θεραπευτεί». Θεωρεί ότι το άτομο που αποδέχεται την απώλεια και που μπορεί μέσα από τη διεργασία του θρήνου να την εντάξει στη ζωή του, μαθαίνει μια ουσιαστική δεξιότητα ζωής. Το πένθος «ορίζεται ως αντίδραση προσαρμογής σε ένα ή πολλά ψυχοπιεστικά γεγονότα που χαρακτηρίζονται από σημαντική απώλεια, με γνωστότερο το πένθος στην απώλεια αγαπημένου προσώπου» (Γουρνάς, 2011, σελ. 308), ενώ σύμφωνα με τον Stroebe (1998), το πένθος είναι η κατάσταση στην οποία βρίσκεται ένα άτομο που έχει υποστεί την απώλεια – τον θάνατο – ενός σημαντικού γι’ αυτόν πρόσωπου. Από την παράθεση των ορισμών γίνεται κατανοητό ότι οι έννοιες θρήνος και πένθος θεωρούνται «σαφώς αλληλένδετες» (Stroebe, 1998, σελ. 33).
Ποια είναι τα στάδιά του;
Τα τελευταία χρόνια έχουν πραγματοποιηθεί εξελίξεις στη ανάπτυξη θεωριών για τον θρήνο. Το ευρέως γνωστό μοντέλο των πέντε σταδίων (άρνηση, οργή, διαπραγμάτευση, κατάθλιψη και αποδοχή της πραγματικότητας του θανάτου) της Kubler-Ross (five stages of grief) και το μοντέλο των τεσσάρων φάσεων (σοκ και μούδιασμα, διαμαρτυρία και λαχτάρα επανασύνδεσης με το άτομο που πέθανε, αποδιοργάνωση και απελπισία, και αναδιοργάνωση και ανάκαμψη) του Bowlby (four phases of grief) έχουν δεχτεί μεγάλη κριτική. Ο Neimeyer (1998, σελ. 74) έχει σχολιάσει ότι «η αδυναμία αυτών των μοντέλων προέρχεται από την τάση τους να θεωρούν τον θάνατο ένα είδος αντικειμενικής πραγματικότητας, μια πραγματικότητα δηλαδή που έχει το ίδιο νόημα για όλους και στην οποία όλοι οι θάνατοι είναι παρόμοιοι».
Ο Attig (1996), χαρακτηρίζει απλουστευτικά τα μοντέλα σταδίων θρήνου, διότι περιγράφουν τους πενθούντες ως άτομα παθητικά, που πρέπει να υπομείνουν την εμπειρία της απώλειας και την οποία την ελέγχουν ελάχιστα ή καθόλου. Επιπρόσθετα, η έρευνα σχετικά με τον θρήνο απέτυχε στο μεγαλύτερό της μέρος να εντοπίσει στοιχεία που αποδεικνύουν την αξιοπιστία του μοντέλου της Kubler-Ross (Corr, 1993). Συγκεκριμένα, η μελέτη ανέφερε ελάχιστη εμπειρική υποστήριξη ως προς την ύπαρξη συγκεκριμένων ψυχολογικών σταδίων και ακόμα λιγότερη ως προς την ύπαρξη καθορισμένης ακολουθίας ψυχολογικών καταστάσεων. Ως εκ τούτου, θα συμφωνήσω απόλυτα με την καθηγήτρια Κλινικής Ψυχολογίας και Πρόεδρο της Μέριμνας, κ. Δανάη Παπαδάτου (2005), η οποία έχει αναφέρει ότι το πένθος δεν περιλαμβάνει συγκεκριμένα προκαθορισμένα στάδια ή φάσεις, άλλα αφορά μια δυναμική διεργασία που αλλάζει μέσα στο χρόνο χωρίς να έχει συγκεκριμένα χρονικά όρια, ούτε ημερομηνία λήξης.
Αλλάζει ο τρόπος που εκδηλώνεται από άτομο σε άτομο;
Όσον αφορά τη διεργασία θρήνου, έχει παρατηρηθεί ότι καθορίζεται από προσωπικούς παράγοντες, αφού κάθε άνθρωπος επεξεργάζεται και διαχειρίζεται το πένθος του ανάλογα με τις πεποιθήσεις, τις αξίες, τις εμπειρίες και την προσωπικότητά του. Σύμφωνα με τον Worden (2009), ο πρώτος παράγοντας που επηρεάζει τις εκδηλώσεις του θρήνου αφορά τη φύση της σχέσης που είχε αναπτυχθεί ανάμεσα στον επιζώντα και το άτομο που πέθανε. Η σχέση αυτή παίζει καθοριστικό ρόλο στην πορεία του πένθους αναλόγως πάντα με το πόσο έντονη και στενή ήταν με το πρόσωπο που πέθανε ή, στην αντίθετη περίπτωση, με το πόσο ασταθής, αμφιθυμική και εξαρτητική ήταν.
Άλλος παράγοντας είναι οι συνθήκες θανάτου ενός ατόμου. Ένας φυσικός θάνατος δίνει την ευκαιρία στην οικογένεια να αποχαιρετήσει και να εκφράσει την αγάπη της στο άτομο που πεθαίνει απαλύνοντας με τον τρόπο αυτόν την οδύνη της απώλειας. Αντίθετα, ένα ξαφνικός θάνατος, είναι πολύ δύσκολο, να γίνει κατανοητός και κατά συνεπεία αναστατώνει τους πενθούντες. Σημαντικό ρόλο στη διεργασία του θρήνου διαδραματίζουν επίσης παράγοντες, όπως ο τρόπος που έχει διαχειριστεί ο πενθών τις προηγούμενες απώλειες στη ζωή του, η ύπαρξη ταυτόχρονα και άλλων αγχογόνων καταστάσεων, το ιστορικό ψυχικής υγείας του ατόμου που θρηνεί, αλλά και το πολιτισμικό και θρησκευτικό περιβάλλον μέσα στο οποίο πενθεί κανείς, όπως και τα ήθη, τα έθιμα, οι συμπεριφορές που έχουν αναπτυχθεί σ’ αυτό. Η Stroebe (1998) αναφέρει ότι διάφορες έρευνες που πραγματοποιήθηκαν σχετικά με τις εκδηλώσεις του θρήνου σε διάφορες πολιτισµικές οµάδες, δείχνουν διαφορετικούς τρόπους αντίδρασης στην απώλεια.. Για παράδειγμα, παρατηρούμε ότι αλλιώς θρηνούν οι άνθρωποι στα χωριά της Ηπείρου και αλλιώς οι άνθρωποι που ζουν στο κέντρο των μεγαλουπόλεων. Γίνεται σαφές, λοιπόν, ότι κάθε πολιτισμός έχει τον δικό του τρόπο να αντιμετωπίζει τον θρήνο: ενώ σ’ έναν δεδομένο πολιτισμό η εκδήλωση του θρήνου είναι αναμενόμενη και θεωρείται φυσιολογική, σ’ έναν άλλο, αυτό που επιδιώκεται είναι ακριβώς το αντίθετο, δηλαδή η καταστολή κάθε εκδήλωσης θρήνου.
Πότε το πένθος κρύβει ψυχοπαθολογία;
Η διεργασία του θρήνου ενός ανθρώπου είναι πιθανό να μην εξελιχθεί με φυσιολογικό τρόπο, δηλαδή να υπάρχει διαφοροποίηση από τις φυσιολογικές εκδηλώσεις του θρήνου, με αποτέλεσμα να εκδηλώνεται ο περιπεπλεγμένος θρήνος (Παπάζογλου, 2003). Στην περίπτωση αυτή παρατηρούμε ότι οι πενθούντες παρουσιάζουν μεγάλη μείωση της λειτουργικότητάς τους στον κοινωνικό, επαγγελματικό ή προσωπικό τομέα. Ο Fleming (1998) αναφέρει δύο μορφές περιπεπλεγμένων αντιδράσεων στον θρήνο: α) χρόνιος θρήνος: που χαρακτηρίζεται από παρατεταμένες, αμετάβλητες εκδηλώσεις του ατόμου στον θάνατο ενός αγαπημένου προσώπου. Το άτομο είναι αντιμέτωπο με τον πόνο της απώλειας που του στερεί κάθε δυνατότητα ελεύθερης επιλογής και δράσης, ακινητοποιείται στην οδύνη, δεν αποδέχεται την απώλεια και αντιστέκεται στην σκέψη ότι μπορεί να κληρονομήσει κάτι από αυτήν, β) ετεροχρονισμένος: Ο θρήνος παρουσιάζεται με χρονική καθυστέρηση, δηλαδή το άτομο, αν και έρχεται κοντά με τον πόνο, τελικά τον αποφεύγει με αποτέλεσμα να μην είναι σε θέση να δώσει νόημα στο γεγονός του θανάτου. Μένει μακριά από αυτόν μέχρι κάποιο άλλο γεγονός γίνει η αφορμή για να συμβεί μια ολική ή μερική εκδήλωση θρήνου, όποτε σταματάει να ισχύει η αναβολή του πένθους.
O Worden (2009), περιγραφεί άλλες δύο μορφές περιπλεγμένων αντιδράσεων θρήνου: γ) τον υπερβολικό θρήνο: που χαρακτηρίζεται από μεγάλη ένταση εκδηλώσεων και περιλαμβάνει την εκδήλωση ψυχιατρικών διαταραχών, όπως κατάθλιψη, αγχώδεις διαταραχές και χρήση ουσιών. Το άτομο γνωρίζει ότι οι συμπεριφορές που βιώνει σχετίζονται με τον θάνατο και είναι το αποτέλεσμα της εμπειρίας της απώλειας και αναζητά θεραπεία διότι οι αντιδράσεις είναι οξείες και τον καθιστούν μη λειτουργικό και δ) τον καλυμμένο: Το άτομο δεν εκφράζει τα συναισθήματα που συνοδεύουν το πένθος με έναν εμφανή τρόπο και έτσι ο θρήνος θα παρουσιαστεί με εντελώς διαφορετικό τρόπο: μεταμφιεσμένος σε σωματικό σύμπτωμα ή σε κάποιο είδος αποκλίνουσας συμπεριφοράς, χωρίς το άτομο να αναγνωρίζει τη σχέση των αντιδράσεων με την απώλεια. Οι παράγοντες που φαίνεται να αυξάνουν τον κίνδυνο ανάπτυξης περιπλοκών σε άτομα που θρηνούν μια σοβαρή απώλεια, σύμφωνα με τον Fleming (1998), είναι οι εξής: Ορισμένα προϋπάρχοντα χαρακτηριστικά στην προσωπικότητα, οι ταυτόχρονες κρίσεις όπως οι συζυγικές εντάσεις, τα οικονομικά προβλήματα, κάποιες δικαστικές ενέργειες, η αντιμετώπιση πολλαπλών θανάτων, η έλλειψη κοινωνικής υποστήριξης και η μείωση των υλικών πόρων. Επιπρόσθετα, μια σχέση έντονης εξάρτησης, ή ακόμα και αμφιθυμίας, με το άτομο που έχει πεθάνει, μπορεί να δημιουργήσει στον επιζώντα διάφορες περιπλοκές στην πορεία του πένθους του. Τέλος, ο θάνατος ενός παιδιού, αλλά και οι ξαφνικοί και βίαιοι θάνατοι (αυτοκτονίες, θάνατοι που προκλήθηκαν από ατυχήματα, καταστροφές, δολοφονίες ή ακόμα και από στιγματισμένες κοινωνικά ασθένειες) μπορεί να προκαλέσουν περιπλοκή στο πένθος. Σε αυτές τις περιπτώσεις είναι σημαντικό ο πενθών να απευθυνθεί σε ειδικό ψυχικής υγείας.
Ποιος είναι ο μεγαλύτερος μύθος γύρω από το πένθος;
«Ότι με το χρόνο ξεπερνιέται η απώλεια». Νομίζω ότι κανένας δεν μπορεί να πει πόσο καιρό διαρκεί ένα πένθος, γιατί δεν υπάρχει ημερομηνία λήξης στον πόνο, εξάλλου η απουσία ενός αγαπημένου ανθρώπου δεν ξεχνιέται ποτέ. Ο χρόνος, λοιπόν, δεν γιατρεύει τον πόνο της απώλειας διότι βλέπουμε ότι μετά από πολλά χρόνια από τον θάνατο ενός σημαντικού μας προσώπου, σε συμβολικά χρονικά στιγμές (όπως γενέθλια, διακοπές, γιορτές), η θλίψη επανέρχεται στη ζωή μας και η λειτουργικότητά είναι πιθανό να επηρεαστεί. Τα «κύματα θρήνου», λοιπόν, αποτελούν συνηθισμένο κομμάτι της απώλειας και μπορούν να έρχονται στη ζωή του ανθρώπου για χρόνια ή δεκαετίες μετά. Ο Fleming (1998, σελ. 68), σχολιάζει «δεν είναι το πέρασμα του χρόνου το σημαντικό, αλλά ο τρόπος με τον οποίο χρησιμοποιείται αυτός ο χρόνος. Για τον άνθρωπο που αρνείται, απωθεί ή αποφεύγει να θρηνήσει, ή για αυτόν που καθηλώνεται σε έναν χρόνιο θρήνο, λίγη σημασία έχει το πέρασμα του χρόνου […]. Η κληρονομιά που αποκτούμε από τον θάνατο ενός σημαντικού ανθρώπου μας αλλάζει, μας κάνει να βλέπουμε την ζωή και τον κόσμο διαφορετικά, ενώ εξακολουθεί να μας συνδέει με αυτόν που πέθανε ένας διαρκής δεσμός». Ως εκ τούτου, η απώλεια δεν μικραίνει, ούτε εξαφανίζεται με την πάροδο του χρόνου, παραμένει πάντα μεγάλη και σημαντική. Ο ψυχικός κόσμος του ανθρώπου που πενθεί, μπορεί να μεγαλώσει για να εμπεριέξει την απώλεια και να την κάνει αναπόσπαστο κομμάτι της ιστορίας της ζωής του (Παπαδάτου και Καμπέρη, 2013).
Υπάρχουν “ταμπού” στο πένθος;
Γενικότερα, ο θάνατος ενός αγαπημένου μας προσώπου πάντα μας επηρεάζει βαθιά και συχνά προκαλεί πόνο και σύγχυση, ώστε ορισμένα άτομα να δυσκολεύονται να διαχειριστούν τόσα τα δικά τους συναισθήματα, όσο και των άλλων που πενθούν. Και έτσι, πιθανώς να αντιμετωπίζουν την απώλεια ως μια πραγματικότητα που θέλουν να αποφύγουν. Υπό το πλαίσιο αυτό, ο πενθών δεν εξωτερικεύει όσα νιώθει, αντίθετα θέλει να «ξεπεράσει» όσο πιο γρήγορα γίνεται τη θλίψη που του γεννά η απώλεια. Όλα αυτά έχουν ως αποτέλεσμα, ο θάνατος και η οδύνη σπάνια να συζητιούνται ανοιχτά επικυρώνοντας τη διαπίστωση ότι οι άνθρωποι στις σημερινές δυτικές κοινωνίες αρνούνται να μιλήσουν για τον θάνατο, θεωρώντας το ένα θέμα ταμπού. Όμως είναι σημαντικό, οι πενθούντες να αποδεχτούν την πραγματικότητα της απώλειας, να εκφράσουν, να κατανοήσουν και να μοιραστούν τα συναισθήματά και τις σκέψεις τους, να αναγνωρίσουν τα αποθέματά που λειτουργούν ως πηγές βοήθειας για εκείνους, να θυμηθούν στιγμές που έχουν ζήσει με το άνθρωπο που πέθανε διατηρώντας ζωντανή την ανάμνησή του και να οργανώσουν εκδηλώσεις αποχαιρετισμού και μνήμης που έχουν σημασία γι’ αυτούς.
Επιπλέον, μέσω της διεργασίας του θρήνου το άτομο που πενθεί, αντιλαμβάνεται την κληρονομιά που του αφήνει η απώλεια για το υπόλοιπο της ζωής του, ενώ παράλληλα συνειδητοποιεί τη θνητότητά του, αναπτύσσει την ικανότητα να συμπάσχει με τον συνάνθρωπό του, επαναξιολογεί τις αξίες αλλά και τις σχέσεις του με τους άλλους και μαθαίνει προοδευτικά να αντιμετωπίζει με μεγαλύτερη ωριμότητα τις προκλήσεις της ζωής (Neimeyer, 2006). Με άλλα λόγια προσπαθεί να αποδώσει νόημα στην απώλεια διότι με αυτό τον τρόπο θα μπορέσει να την εντάξει στην ιστορία της ζωής του χωρίς να τη θεωρεί τραυματικό γεγονός, ακατανόητο και αποκομμένο από την προσωπική αντίληψη του εαυτού του (Μπελλάλη, 2003) και έτσι, προοδευτικά «οδηγείται στην εις βάθος αναγνώριση της προσωπικής ταυτότητάς του και της προσωπικής του φιλοσοφίας, τόσο για τον εαυτό του όσο και για τη ζωή γενικότερα (Μπελλάλη & Μηνασίδου, 2014, σελ.781). Επί της ουσίας, κεντρικό στοιχείο αυτής της διεργασίας είναι η «εκ νέου μάθηση του κόσμου», ενός κόσμου που για πάντα έχει αλλάξει από την απώλεια (Neimeyer, 2006)
Πόσο σημαντικός είναι ο ρόλος του λειτουργού κηδειών, που έρχεται πρώτος σε επαφή με αυτούς που βιώνουν το πένθος;
Θεωρώ ότι είναι καλό να είναι υποστηρικτικός με την οικογένεια που πενθεί, να δείχνει αποδοχή, σεβασμό και κατανόηση στα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της οικογένειας που βιώνει την απώλεια, να βοηθάει με συνέπεια στην προετοιμασία και την οργάνωση των τελετουργιών και να μην ξεχνάει ότι το πένθος για κάθε άνθρωπο έχει χαρακτήρα μοναδικό. Στο σημείο αυτό είναι σημαντικό να τονίσουμε ότι η δημιουργία τελετουργιών για την απώλεια μπορεί να βοηθήσει το άτομο να αντιμετωπίσει τις προκλήσεις του θρήνου. Συμφώνα με τον Neimeyer (2006), η προετοιμασία της κηδείας βοηθά το άτομο να αρχίσει να αποδέχεται το γεγονός του θανάτου, ενώ η τελετουργία της κηδείας συμβάλλει στην δημόσια αναγνώριση της πραγματικότητας του θανάτου, παρέχοντας χώρο και χρόνο όπου ο θρήνος μπορεί να εκδηλωθεί.
Στη διάρκεια της κηδείας και στον ενταφιασμό ή στην αποτέφρωση, οι πενθούντες αρχίζουν τη μακρά διεργασία του αποχαιρετισμού του αγαπημένου τους, ενώ στην περίπτωση που το φέρετρο είναι ανοιχτό έχουν την ευκαιρία να δουν τη μορφή του για τελευταία φορά. Οι τελετές θανάτου, είναι ωφέλιμο να γίνονται αντιληπτές ως ευκαιρία για να ξεκινήσει αυτός ο αποχωρισμός, παρά ως υποχρέωση. Επίσης, μια καλά σχεδιασμένη τελετή επιτρέπει σε μεγαλύτερο βαθμό τη βίωση και την έκφραση των οδυνηρών συναισθημάτων, επιβεβαιώνοντας την ορθότητά τους στο πλαίσιο της υποστηρικτικής παρουσίας ατόμων που νοιάζονται. Ο πολύπλευρος χαρακτήρας των περισσότερων τελετών θανάτου προωθεί την αναγνώριση της συλλογικής θλίψης για τον θάνατο και δίνει ευκαιρίες για παρηγοριά, υποστήριξη και συμπαράσταση, ενώ ο επικήδειος που εκφωνείται, συνοψίζει τα πιο ουσιαστικά επιτεύγματα της ζωής του ατόμου δίνοντας την αίσθηση της πληρότητας και της συνοχής σε όλους τους παρευρισκόμενους.
Βιβλιογραφία
Αttig, T. (1996). How we grieve: Relearning the world. New York: Oxford University Press.
Corr, C. A. (1993). Coping with dying: Lessons that we should and should not learn from the work of Elisabeth Kubler-Ross. Death studies, 17(1), 69-83.
Corr, C. A., Nabe, C. M. & Corr, D. M. (2009). Death and dying, life and living, 6th Ed. Wadsworth: Cengage Learning.
Γουρνάς, Γ. (2011). Το πένθος. Στο Λ. Λύκουρας, Α. Πολίτης, Ρ. Γουρνέλλης και Α. Μαϊλλης. Στοιχεία Ψυχογηριατρικής, (σελ. 305-317). Αθήνα: Βήτα Ιατρικές Εκδόσεις.
Fleming, S. (1998). O περιπεπλεγμένος θρήνος. Στο Μ. Νίλσεν και Δ. Παπαδάτου (Επιμ.). Το πένθος στη ζωή µας, (σελ. 61-69). Αθήνα: Μέριμνα.
Kramer, B. J. (1998). Preparing social workers for the inevitable: A preliminary investigation of a course on grief, death, and loss. Journal of Social Work Education, 34(2), 211-227.
Μπελλάλη, Θ. (2003). Μελέτη του θρήνου των γονιών μετά τη δωρεά οργάνων του παιδιού τους. Διδακτορική διατριβή, τμήμα Νοσηλευτικής, Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών.
Μπελλάλη, Θ. και Μηνασίδου, Ε. (2014). Ο ασθενής που πεθαίνει και οι φροντιστές του. Στο Π. Σαράφης και Θ. Κωνσταντινίδης (Συν.). Εισαγωγή στη νοσηλευτική επιστήμη και τη φροντίδα υγείας, (σελ 771-787). Λευκωσία: Broken Hill.
Neimeyer, R. (1998). Η ανα- νοηματοδότηση της εμπειρίας του πένθους. Στο Μ. Νίλσεν και Δ. Παπαδάτου (Επιμ.). Το πένθος στη ζωή µας, (σελ. 71-81). Αθήνα: Μέριμνα.
Neimeyer, R. (2006). Ν’ αγαπάς και να χάνεις. (Μτφρ. Ε. Παπάζογλου, Επιμ. Δ. Παπαδάτου). Αθήνα: Κριτική.
Παπαδάτου, ∆. (2005). Απώλειες στη ζωή του παιδιού. Στο Μ. Νίλσεν (Επιμ.), Απώλειες στη ζωή του παιδιού, (σελ. 13-24). Αθήνα: Μέριμνα.
Παπαδάτου, Δ. και Καμπέρη, Ε. (2013). Απώλειες ζωής, Γέφυρες Στήριξης: Κατευθύνσεις για τη στήριξη μαθητών που θρηνούν. Αθήνα: Μέριμνα.
Παπάζογλου, Ε. (2003). Μελέτη της υποστήριξης των συγγενών από το προσωπικό υγείας στο τελικό στάδιο και το θάνατο του αρρώστου. Διδακτορική διατριβή, τμήμα Νοσηλευτικής, Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών.
Stroebe, M. (1998). Πένθος και πολιτισμός. Στο Μ. Νίλσεν και Δ. Παπαδάτου (Επιμ.), Το πένθος στη ζωή µας, (σελ. 31- 45). Αθήνα: Μέριμνα.
Worden, J. W. (2009). Grief counseling and grief therapy: A handbook for the mental health practitioner. New York: Springer Publishing Company.
Χατζηνικολάου, Σ. (2009). Οι διεργασίες του θρήνου στα παιδιά. Επιστημονικό Βήμα, 11, 77-90.
…………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………
Δημοσιογραφική Επιμέλεια: Ευθύμιος Σαββάκης
Φωτογραφίες: Πίνακες του Νορβηγού καλλιτέχνη Edvard Munch.