Στο δεύτερο κεφάλαιο της Ψηφιακής μας Βιβλιοθήκης, η Ψυχολόγος Δανάη Μαρινάκη επιχειρεί να αναλύσει το πένθος που βιώνει ένας ενήλικας. Τα τελευταία 18 χρόνια, άλλωστε, η ίδια σχετίζεται με τον χώρο της συμβουλευτικής πένθους, δίνοντας σειρά βιωματικών σεμιναρίων με θέμα το πένθος και την απώλεια σε φορείς όπως η Ελληνική Εταιρία Συμβουλευτικής, η Αντλεριανή Εταιρία Συμβουλευτικής, το Deree College, το New York College και η MKO «Δώσε Ελπίδα», καθώς και σε τρεις από τις εκπαιδευτικές ομάδες του τμήματος Συμβουλευτικής του ICPS.
Πώς βιώνει ένας ενήλικας το πένθος;
Θα ξεκινήσω αναλογιζόμενη πώς βιώνει ο ενήλικας την απώλεια ώστε να προχωρήσω στην απάντηση του ερωτήματός σας. Ένας άνθρωπος, λοιπόν, πορεύεται στη ζωή του έχοντας διαμορφώσει την όποια δική του «κανονικότητα». Γνωρίζει περίπου η επόμενη μέρα τι θα του φέρει, έχει ίσως τη δουλειά του, τα χόμπι του, φίλους, γνωστούς, οικογένεια πατρική, παιδιά, σύζυγο, το πρόγραμμά του, τις πεποιθήσεις του γύρω από τη ζωή και το θάνατο, τις στεναχώριες και τις χαρές του, μια αίσθηση του «ποιος είναι ο εαυτός του». Σαν κεραυνός πάνω σε αυτό το έδαφος της ζωής έρχεται η απώλεια και τον χτυπαει. Ανάλογο με τη σημαντικότητα αυτής της απώλειας είναι και το γκρέμισμα των παραπάνω «δεδομένων». Ας υποθέσουμε ότι μιλάμε για μια σημαντική για εμάς απώλεια. Το θάνατο ενός πολύ δικού μας προσώπου. Τότε βρισκόμαστε σε μια κατάσταση αποδιοργάνωσης (Neimeyer, 2006). Όλα όσα ξέραμε, όσα πιστεύαμε, από τα πολύ απλά (τι θα κάνω αύριο) μέχρι τα πιο σύνθετα (υπάρχει Θεός; Και αν υπάρχει γιατί το επέτρεψε αυτό να συμβεί;) αμφισβητούνται. Κλυδωνίζονται. Η αίσθηση του εαυτού παύει συχνά να είναι τόσο σαφής. Άλλωστε, ένα κομμάτι μέσα μας έχει πεθάνει μαζί με τον άνθρωπό μας. Αυτό το νιώθουμε αλλά δεν περιγράφεται. Ξέρουμε βαθειά μέσα μας πως η ζωή δεν θα είναι πια η ίδια. Η προηγούμενη μέρα, εκείνη η μέρα που εμπεριέχει την απώλεια, γίνεται η τελευταία μέρα της προηγούμενης ζωής μας και περπατάμε τώρα σε νέο έδαφος.
Κάπου εδώ, λοιπόν, ξεκινάει η διεργασία του πένθους. Τι σοφή λέξη. Kρύβει μέσα της τη λέξη «εργασία». Συχνά μιλάμε για τα «έργα του πένθους» (Worden, 2002). Τι σημαίνει αυτό; Ο άνθρωπος που πενθεί καλείται τώρα να εργαστεί γύρω από την απώλειά του. Καλείται να δει τι του άφησε, τι του πήρε, ακόμη τι καινούργιο του έδωσε. Καλείται ο άνθρωπος να ξεκινήσει μια διεργασία αναδόμησης. Ακόμη βαθύτερα αν δούμε αυτή την έννοια, ξεκινάει μια διεργασία νοηματοδότησης. Της ζωής του ολόκληρης. Άλλωστε η απώλεια μας αγγίζει σε επίπεδο πνευματικό, συναισθηματικό, γνωστικό, συμπεριφορών και φυσικά σε οργανικό (οργανικά συμπτώματα όπως αυπνία, δυσκολία κατάποσης κ.α.) (Worden, 2002). Συνηθίζουμε να λέμε ότι «ο χρόνος όλα τα γιατρεύει» ή ότι «με τον καιρό θα το ξεπεράσεις». Αναζητάμε τα «στάδια του πένθους» για να ταυτιστούμε, να δούμε σε ποιο στάδιο είμαι και πότε θα φτάσω κοντά στο «τέλος» αυτής της τόσο επίπονης και πολύπλοκης κατάστασης. Τίποτε από τα παραπάνω δεν ανακουφίζει πραγματικά, τίποτε από αυτά δεν συμβαίνει πραγματικά.
Κάθε άνθρωπος, ανάλογα με την προσωπικότητα και τις πεποιθήσεις του, ανάλογα με το περιβάλλον του, ανάλογα με τη μοναδική σχέση που είχε με τον άνθρωπό του που δεν είναι πια κοντά του, ανάλογα επίσης με τον τρόπο θανάτου, έτσι θα πενθήσει. Θα πορευτεί αναζητώντας από τη μια τη σχέση του με τη ζωή που διαμορφώνει και διαμορφώνεται γύρω του, και από την άλλη τη σχέση του με τον άνθρωπο που δε ζει πια (M. Stroebe, “Dual process theory”). Θα πονέσει, θα ζήσει, θα ερωτευτεί, θα απογοητευτεί, θα νομίζει πως χάνει τα λογικά του, θα ανασυγκροτηθεί και θα αποδομηθεί, θα συμβούν μέσα του τόσα και τόσα. Όλα τα συναισθήματα, οι συμπεριφορές και οι τρόποι χωρούν σε αυτό που λέμε πένθος. Και όλο αυτό θα πάρει όσο χρόνο είναι στον κάθε άνθρωπο μοναδικά αναγκαίο ώστε να συντελεστεί η πολύτιμη αυτή εργασία, με την ελπίδα και την ευχή να συναντήσει τελικά ο κάθε άνθρωπος που πενθεί τα «δώρα του πένθους» και τη «σχέση που συνεχίζεται» (Neimeyer, 2006) ακόμη και μετά το θάνατο.
Πώς διαμορφώνονται τα συναισθήματα του ενήλικα όταν πενθεί για το παιδί του;
Τι ιδιαίτερη απώλεια. Το παιδί που από την πρώτη στιγμή της σύλληψης είναι εκεί να μας φέρει αντιμέτωπους με μια τεράστια αλλαγή στη ζωής μας. Η γέννα καταχωρείται ψυχολογικά στον «παραγνωρισμένο θρήνο» (Doka, 2002)! Σε ένα πένθος δηλαδή μυστικό και βαθύ διότι ξανά, χάνουμε ό,τι σχεδόν γνωρίζαμε για τον εαυτό και τη ζωή μας. Και μέσα στη χαρά που ενδεχομένως φέρνει αυτή η μαγική άφιξη, καλούμαστε να επεξεργαστούμε όλες τις αλλαγές που φέρνει μαζί της. Κάποια ζευγάρια χάνουν τα παιδιά τους πολύ κοντά στην άφιξη του παιδιού στη ζωή. Αυτό ονομάζεται «περιγεννητικός θρήνος» και εντάσσεται και αυτό το είδος θρήνου στο «παραγνωρισμένο», δηλαδή στο μη-αναγνωρισμένο κοινωνικά. Το ζευγάρι εκεί βιώνει όλο το βάθος και το εύρος των συναισθημάτων του πένθους, αλλά έχει να αντιμετωπίσει και τον περίγυρο που το προτρέπει να «κάνει άλλο», να μην στεναχωριέται, «αυτά συμβαίνουν» κτλ. Στην Ελλάδα πρόσφατα εγκρίθηκαν δύο βοηθοί μητρότητας (Μαρία Στραγαλινού, Θέμις Στυλιανοπούλου) με ειδίκευση στο περιγεννητικό πένθος, που βοηθούν την οικογένεια να δώσει χώρο στην απώλειά της.
Το πένθος των γονιών που χάνουν μεγάλο παιδί είναι διαφορετικό. Εκεί η ζωή, τα όνειρα, η ταυτότητα των γονέων έχει «κεντηθεί» με το μεγάλωμα του παιδιού. Η αίσθηση του «κομματιού του εαυτού» που πεθαίνει είναι πολύ έντονη. Συχνά οι μητέρες το βιώνουν σωματικά στην κοιλιακή χώρα με πόνους ή προβλήματα γυναικολογικά. Είναι σα να έχει στην κυριολεξία ξεριζωθεί ένα κομμάτι από το σώμα της μάνας. Βιώνεται το ίδιο έντονα η απώλεια και από τον πατέρα που όμως συχνά έχει διαφορετικό τρόπο έκφρασης του θρήνου από τη γυναίκα του και αυτό μπορεί να δυσκολέψει τα ζευγάρια. Ξανά, μιλάμε για μοναδικότητες. Μοναδικές προσωπικότητες, μοναδικές σχέσεις, διαφορετικοί τρόποι θανάτου, όλα μα όλα συντελούν στη διαμόρφωση της εντελώς προσωπικής μας ιστορίας πένθους.
Στην πορεία της δουλειάς μου, έχω συναντήσει μάνες που στάθηκαν εμβρόντητες για χρόνια μετά το θάνατο του παιδιού τους, μάνες που βρήκαν ένα τρόπο να νοηματοδοτήσουν την απώλειά τους και να συνεχίσουν τη ζωή τους διαμορφώνοντάς την εκ νέου όπως είπαμε παραπάνω, ζευγάρια που η διεργασία της απώλεια τους χώρισε και ζευγάρια που η απώλεια τους έφερε κοντά. Όσο μοναδικοί είμαστε, τόσο μοναδική και η πορεία μας στο πένθος. Για να γίνω πιο συγκεκριμένη ως προς τα συναισθήματα, θα αναφερθώ σε ένα φάσμα συναισθημάτων που όμως δεν θα ήθελα σε καμία περίπτωση να διαβαστεί ως «κανόνας». Είναι πιθανό, λοιπόν, το αίσθημα θυμού ή οργής που γεννιέται συχνά μετά την απώλεια και μπορεί να αφορά τον εαυτό, τους γιατρούς, το σύντροφο, το Θεό. Το αίσθημα ενοχής συναντάται επίσης συχνά σε γονείς καθώς ένας από τους κυρίως ρόλους τους στο μεγάλωμα του παιδιού ήταν η προστασία του από τον κίνδυνο. Τα αισθήματα θλίψης και πόνου είναι συχνά ανείπωτα. Θα συναντήσουμε όμως και υπερβατικά συναισθήματα όπως αυτό της ανακούφισης (σε περίπτωση πχ χρόνιας ασθένειας του παιδιού), ή έντονα συναισθήματα υπερβατικότητας/ένωσης με την ψυχή του παιδιού που πέθανε, ένα συναίσθημα που βιώνεται θετικά.
Στις περιπτώσεις αυτές βλέπετε να κλονίζονται οι πάγιες πεποιθήσεις του περί ζωής, δικαίου ή θρησκείας;
Σε κάθε περίπτωση σημαντικής για εμάς απώλειας, οι πνευματικές μας πεποιθήσεις αναθεωρούνται. Το ίδιο συμβαίνει και με την απώλεια του παιδιού. Ό,τι ξέραμε ή νομίζαμε ότι ξέραμε μπαίνει στο μικροσκόπιο της ψυχής μας και ζητάμε να βρούμε απαντήσεις. Υπάρχουν άνθρωποι που δεν πίστευαν στο Θεό και βρίσκουν τον εαυτό τους μετά την απώλεια να αναζητάει και να συναντάει την ύπαρξή Του. Συχνά οι αισθήσεις μετά την απώλεια εντείνονται και δεν είναι καθόλου σπάνια τα φαινόμενα όπου οι άνθρωποι περιγράφουν την «παρουσία» του ανθρώπου που έχασαν γύρω τους. Αυτά τα βιώματα, επίσης, οδηγούν σε μια αναθεώρηση για το τι θεωρούσαμε μέχρι πρότινος «λογικό» «υπαρκτό» ή «ανύπαρκτο». Υπάρχουν άνθρωποι που η σχέση τους με το Θεό κλονίζεται, θυμώνουν, νιώθουν ένα βαθύ και αμείλικτο αίσθημα αδικίας. Όπως κάθε σχέση έτσι και αυτή περνάει από δοκιμασίες και χρειάζεται την ενεργή διεργασία μας ώστε να την απορρίψουμε ή να την αποκαταστήσουμε. Μέρος της αναδιοργάνωσης και της νοηματοδότησης της απώλειας και της ζωής, είναι και οι πεποιθήσεις που είχαμε και είτε μας συνοδεύουν μετά την απώλεια, είτε μας εμποδίζουν.
Ποιες είναι οι κατευθυντήριες γραμμές που δίνετε σε κάθε περίπτωση;
Σε κάθε περίπτωση είναι τόσο μα τόσο σημαντικό το μοίρασμα και η αποδοχή. Μοίρασμα με ανθρώπους που νιώθουμε ότι μπορούν να μας ακούσουν και σε ένα βαθμό να συμπορευτούν χωρίς να μας χαρακτηρίζουν, να μας συμβουλεύουν σύμφωνα με τις δικές τους πεποιθήσεις ή να μας κρίνουν. Αποδοχή του μοναδικού τρόπου με τον οποίο πενθούμε ή πενθεί ο άνθρωπός μας. Από τη στιγμή που η διεργασία του πένθους συμβαίνει μέσα στη ζωή, και με απροσδιόριστη διάρκεια, θα έρθουμε αντιμέτωποι με όλων των ειδών τα συναισθήματα και τις σκέψεις. Από θυμό, πόνο και ένοχή, μέχρι αισθήματα πληρότητας, έρωτα, ανακούφισης, χαράς. Όλα είναι σημαντικό να γίνονται δεκτά. Να τα καλωσορίζουμε ώστε να δούμε τι αφήνουν μέσα μας. Ας μην αισθανόμαστε άσχημα να ζητήσουμε βοήθεια από ένα πνευματικό, από τους φίλους μας, από έναν ειδικό, όποτε νιώθουμε ότι το έχουμε ανάγκη.
Θεωρείτε ότι η απώλεια ενός παιδιού είναι η δυσκολότερη μορφή πένθους για έναν ενήλικα;
Πόσο δύσκολη είναι αυτή η ερώτηση! Σχεδόν αυτόματα πάει να αρθρωθεί μια κατάφαση. Είναι όμως έτσι; Για τον ενήλικα που δεν έχει παιδιά αλλά χάνει τον αγαπημένο του σύντροφο; Τον πιο στενό του άνθρωπο; Τη μητέρα ή τον πατέρα του; Τη γυναίκα που τον μεγάλωσε; Το καλύτερό του, αδερφικό φίλο; Την αδερφή του; Πώς να ζυγίσουμε τον πόνο; Πώς να τον συγκρίνουμε; Είναι όμως, αλήθεια, φοβερά δύσκολη αυτή η απώλεια. Πώς να μιλήσει κανείς για αυτή την αίσθηση αποκόλλησης της καρδιάς από το σώμα; Του νοήματος από τη ζωή; Της μοναδικής επαφής που χάθηκε και όσα κι αν είναι τα «άλλα» παιδιά του ζευγαριού ή αυτά που θα έρθουν, δεν αντικαθίσταται; Και πάλι. Θα μιλήσω για τη σχέση που μπορεί να συνεχιστεί σε ένα άλλο επίπεδο. Με έναν άλλο τρόπο. Θα μιλήσω για αυτή την τόσο προσωπική εργασία που υπόσχεται μια εκ νέου νοηματοδότηση. Μια νέα γέννα, του εαυτού αυτή τη φορά, μετά και μαζί με την απώλεια.
Πώς εξελίσσεται το πένθος ενός ενήλικα όταν πενθεί για κάποιο συνομήλικο συγγενή ή φίλο;
Πολύ καλή και σημαντική ερώτηση. Όντως είναι ένα ειδικό είδος πένθους αυτό και εντάσσεται σε αυτό που αναφέραμε πιο πάνω ως «παραγνωρισμένο θρήνο». Μιλάμε για την περίπτωση θανάτου κάποιου ξαδέρφου, φίλου ή πρώην συμμαθητή. Θα ήταν διαφορετικό να μιλήσουμε για τον δίδυμο αδελφό (απίστευτα πιο ισχυρό) οπότε ας εστιαστούμε στην πρώτη υπόθεση. Ο ενήλικας σε αυτή την περίπτωση πενθεί με τον τρόπο που περιγράψαμε στην αρχή, μόνο που τώρα η διεργασία του και ο χρόνος που αυτή χρειάζεται (χρόνια ενδεχομένως) δεν γίνεται απόλυτα αποδεκτή και κατανοητή από το κοινωνικό σύνολο. Οι γύρω μας περιμένουν από εμάς να «ξεπεράσουμε» πολύ πιο γρήγορα και ανώδυνα την απώλεια, για παράδειγμα, ενός φίλου. Ακόμη και στην εργασία μας δεν θα μας έδιναν άδεια για μια τέτοια απώλεια ενώ για πρώτου βαθμού συγγένειας θα δικαιούμασταν κάποιες μέρες εκτός εργασίας. Η εσωτερική διεργασία όμως υπόκειται στους ίδιους «νόμους». Εξαρτάται δηλαδή από την ένταση και τη φύση του δεσμού με τον άνθρωπο που χάσαμε, από την προσωπικότητά μας, το περιβάλλον μας και τον τρόπο θανάτου. Ένας φίλος μπορεί να έχει στη ζωή μας τόσο βαθύ και ισχυρό ρόλο που μπορεί να υπερβαίνει συναισθηματικά αυτόν του γονέα ή του αδερφού. Η πορεία λοιπόν και η ένταση του πένθους δεν καθορίζεται από τους τίτλους ή ακόμη και τους συγγενικούς δεσμούς, αλλά κυρίως από τη φύση της σχέσης.
Κατανοεί ίσως τότε ότι μπαίνει σε μία ηλικιακή φάση όπου ο θάνατος αρχίζει και υπάρχει σαν πιθανότητα;
Ναι, είναι πολύ πιθανότερο να μπει στη διαδικασία να σκεφτεί ότι ο θάνατος τον αφορά και προσωπικά, ακόμη κι αν ο θάνατος φίλου έρθει για παράδειγμα στα 20 μας χρόνια. Παύει το αίσθημα ή η πεποίθηση -αν αυτή υπήρχε- ότι οι άνθρωποι πεθαίνουν στα βαθειά γεράματα. Αν πάλι ο θάνατος φίλου ή συνομήλικου συγγενή μας βρει όντως σε προχωρημένη ηλικία, είναι φυσικό να σκεφτούμε ότι «μπορεί να είμαι ο επόμενος ή θα μπορούσα να είμαι εγώ».
Πώς αντιδρά στη διαπίστωση αυτή;
Στη διαπίστωση αυτή, κάθε άνθρωπος αντιδρά ανάλογα με το σύνολο των πεποιθήσεων του, την προσωπικότητά του, την επαφή του με την πραγματικότητα του θανάτου στη μέχρι τότε ζωή του. Υπάρχει περίπτωση να σοκαριστεί έντονα ή ακόμη και να μη δώσει έμφαση σε αυτή τη διαπίστωση, επειδή είναι κάτι που ήδη σκεφτόταν και το έχει νοηματοδοτήσει. Μπορεί να αντιδράσει με απόσυρση από τη ζωή για ένα διάστημα (πολύτιμος χρόνος σκέψης και ανασυγκρότησης) ή να οδηγηθεί σε μια ανάγκη να ζήσει πιο έντονα και ουσιαστικά τη ζωή που του απομένει να ζήσει.
Τι βιώνει ένα ενήλικο άτομο όταν πενθεί για τους γονείς του;
Ο ενήλικας που πενθεί έναν ή και τους δύο του γονείς, βρίσκεται σε μια θα λέγαμε παράξενη θέση. Είναι μεν ενήλικας αλλά πενθεί ως παιδί αυτών των γονέων. Κοιτάζουμε τον ενήλικα, και μπορεί κάθε του αντίδραση να είναι συμβατή με αυτό που θα περιμέναμε από τον συγκεκριμένο άνθρωπο, αλλά μέσα του εκείνος νιώθει όλη τη διαδρομή από το παιδί που ήταν μέχρι το σημείο που βρίσκεται σήμερα και πενθεί ως παιδί που χάνει τους γονείς του ό,τι κι αν σημαίνει αυτό για τον καθένα. Ας μιλήσουμε με ένα παράδειγμα: Γιός 60 ετών έχει χάσει τη μητέρα του πριν χρόνια και τώρα πενθεί το θάνατο του πατέρα. Αυτός ο άντρας, ένας άνθρωπος καθ’ όλα δομημένος με την οικογένεια, τη δουλειά, τους φίλους του, μένει πια ορφανός. Ορφανός ως παιδί. Ας υποθέσουμε ότι η σχέση με τους γονείς ήταν ζεστή και ασφαλής, είναι πιθανό να νιώθει πόνο αλλά και ευγνωμοσύνη, πληρότητα και αγάπη. Συναισθήματα που συχνά εναλλάσσονται στη διεργασία πένθους (όπως είπαμε, δεν υπάρχει τίποτε γραμμικό στο πένθος). Δεν παύει βέβαια αυτό το αίσθημα ορφάνιας να γεννάει νέες σκέψεις αβεβαιότητας και φόβου όπως «τώρα είμαι εγώ ο επόμενος στη σειρά» αλλά και ένα παράξενο αίσθημα ελευθερίας που μπορεί να εναλλάσσεται με ένα συναίσθημα μοναξιάς.
Ας υποθέσουμε τώρα ότι ο συγκεκριμένος άνθρωπος είχε μια σχέση σκληρή και δύσκολη με τον πατέρα του, θα νιώθει πως έζησε μια ζωή στο θυμό ή τις ενοχές απέναντί του. Και τώρα αυτός ο πατέρας παύει να υπάρχει στην καθημερινότητά του. Εδώ είναι πιθανό να ξυπνήσει ένα γενικευμένο αίσθημα πένθους για «τη ζωή που θα μπορούσε να είχε κάνει», για τις αποφάσεις που δεν πήρε μήπως και υποστεί κριτική, ή για τις αποφάσεις που πήρε μόνο και μόνο για να αντιταχθεί στην εξουσία που του επιβαλλόταν. Μπορεί επίσης να νιώσει το συγκεκριμένο άτομο κύματα θυμού αλλά και ενοχών για το δικό του μερίδιο συμμετοχής στη δύσκολη σχέση τους. Βλέπουμε, λοιπόν, ξανά τη μοναδικότητα αντιδράσεων, σκέψεων και συμπεριφορών και πόσο αυτή διαμορφώνεται από πολλαπλούς παράγοντες.
Ξεπερνιέται ποτέ ο θάνατος ενός γονέα, ακόμα και σε προχωρημένη ηλικία;
Ο θάνατος ενός πολύ δικού μας ανθρώπου δεν «ξεπερνιέται» ποτέ στην πραγματικότητα. Πώς να «ξεπεραστεί» αυτή η μετάβαση από τη ζωή όπως την ήξερα μέχρι τώρα, στη ζωή όπως τη βιώνω τώρα; Και σε αυτό το είδος απώλειας, λοιπόν, μαθαίνουμε ή προσπαθούμε να ζούμε «μαζί» με αυτή και να εργαζόμαστε προς την αναδόμηση και νοηματοδότηση της ζωής μας.
Τι συμβαίνει σε περιπτώσεις μακροχρόνιας και ανίατης ασθένειας; Συμφιλιώνεται το ενήλικο άτομο πιο εύκολα με το πένθος του επερχόμενου θανάτου;
Σε αυτές τις περιπτώσεις βιώνουμε δύο βασικές απώλειες: η πρώτη έρχεται όταν ο άνθρωπός μας χάνει τη λειτουργικότητά του λόγω της ασθένειας. Ενώ είναι λοιπόν εν ζωή, ο άνθρωπος που έχουμε συνδεθεί μαζί του με συγκεκριμένο τρόπο, παύει να υπάρχει με τον τρόπο που εμείς γνωρίζαμε. Μπορεί να αλλάζουν βασικές του λειτουργίες (σε γνωστικό ή οργανικό επίπεδο) αλλά και σε επίπεδο αντιδράσεων και συμπεριφορών λόγω της ασθένειας. Έτσι χωρίς να το καταλάβουμε μπαίνουμε στη διεργασία του πένθους. Αυτό φυσικά είναι πολύ δύσκολο να γίνει σε συνειδητό επίπεδο ή να δώσουμε την άδεια στον εαυτό μας να το μοιραστεί διοτι τότε μπορεί να αντιμετωπίσουμε την κατάκριση του περίγυρου «γιατί κλαις; Αφού δεν έχει πεθάνει!» ή ακόμη χειρότερα «μην το γρουσουζεύεις, ο άνθρωπος είναι ζωντανός». Κάποιες διεργασίες εδώ συμβαίνει συχνά να γίνονται είτε κρυφά, είτε ασυνείδητα, για τους παραπάνω λόγους. Ταυτόχρονα συχνά αντιμετωπίζουμε απώλεια της ζωής μας όπως την ξέραμε. διότι τώρα έχουμε ίσως να φροντίσουμε πρακτικά, συναισθηματικά ή/και οικονομικά τον άνθρωπό μας. Το να ζήσουμε και να χαρούμε ταυτόχρονα, γίνεται συχνά ταμπού. Σαν ένα πέπλο να τυλίγει κάθε τι που κάνουμε και μια προσδοκία θανάτου άλλοτε ως κάτι που φέρνει φόβο και θλίψη, άλλοτε ως ανακουφιστική λύση, γεμίζει κρυφά τις ζωές μας. Η δεύτερη απώλεια που αντιμετωπίζουμε, είναι η φυσική απώλεια του ανθρώπου, δηλαδή ο θάνατός του. Εδώ ξανά, υπάρχουν κάποιες ιδιαιτερότητες: ο πόνος και το αίσθημα απώλειας δεν μαλακώνουν από αυτό που νομίζαμε ίσως ως προετοιμασία. Η απώλεια είναι καλό να αντιμετωπιστεί αυτούσια. Σα να μην την περιμέναμε. Ταυτόχρονα το αίσθημα ανακούφισης σε πρακτικό αλλά και συναισθηματικό επίπεδο είναι συχνά έντονο, κάτι που μπορεί να φέρει ενοχές στον πενθούντα.
Τι συμβουλεύετε ανθρώπους που έχουν στην οικογένειά τους άτομο που πρόκειται να πεθάνει;
Ιδανικό θα ήταν και εδώ το μοίρασμα, αλλά και η αποδοχή. Να μιλάμε ελεύθερα για τα πράγματα και αν είναι δυνατό για τα συναισθήματά μας. Να δεχτούμε τις διαφορετικές αντιδράσεις των μελών της οικογένειας χωρίς να συμπεράνουμε ή να θεωρούμε πως υπάρχει ισχυρότερο ή λιγότερο ισχυρό πένθος. Ένα μέλος που δεν εκφράζεται έντονα, δεν σημαίνει ότι πενθεί λιγότερο και το αντίστροφο. Επίσης, είναι απόλυτα σημαντικό να απενοχοποιήσουμε την ανάγκη μας για ζωή, για έρωτα, για διασκέδαση, και να μην το συνδέουμε ενοχικά με την επικείμενη απώλεια. Δεν είναι δυνατό να βάλουμε σε παύση τη ζωή μας και να περιμένουμε σιωπηρά ένα θάνατο. Ούτε φυσικό θα ήταν, ούτε και επιθυμητό από τον άνθρωπο που πεθαίνει που ίσως να βίωνε κάτι τέτοιο σαν βάρος. Επίσης, είναι εγκλωβιστικό να προσποιούμαστε ότι ο άνθρωπος μας δεν πεθαίνει και να αρνούμαστε την πραγματικότητα με σκοπό να μην «βαρύνουμε» την ατμόσφαιρα. Υπάρχει ένα όμορφο κείμενο σχετικά, με τίτλο «το άλογο πάνω στο τραπέζι» (Kalish, 1998) και περιγράφει την αγωνιώδη προσπάθεια των καλεσμένων σε ένα δείπνο να φερθούν φυσιολογικά ενώ ένα άλογο στέκεται ήσυχα στο κέντρο του τραπεζιού. Το άλογο συμβολίζει τον επικείμενο θάνατο του οικοδεσπότη. Περιγράφει πόσο χαλαρώνει το κλίμα όταν ο οικοδεσπότης βεβαιώνει ότι το άλογο όντως βρίσκεται εκεί και φυσιολογικοποιει την κατάσταση.
Κλείνοντας, ποιο είναι το μεγαλύτερο ταμπού γύρω από τη διαχείριση του πένθους;
Πιστεύω ότι το μεγαλύτερο ταμπού γύρω από τη διαχείριση του πένθους είναι η παράλληλη διαχείριση της ζωής! Παγιδευόμαστε συχνά από προσδοκίες του περίγυρου που μας θέλει είτε πολύ λυπημένους, είτε πολύ «δυνατούς». Σε κάποιες περιπτώσεις αν εκφράσουμε ελεύθερα τη θλίψη μας μπορεί να κριθούμε για έλλειψη δύναμης, ενώ αν δεν εκφραστούμε τόσο έντονα ή αν επιθυμούμε να βγούμε έξω, να χορέψουμε ένα βραδύ, να αφεθούμε, μπορεί να χαρακτηριστούμε για σκληρότητα ή να σκεφτεί καποιος ότι «το χάσαμε». Με τον ίδιο τρόπο, γίνεται ταμπού ο χρόνος που χρειαζόμαστε για την προσωπική μας διεργασία. Μπορεί να περάσουν και δέκα και παραπάνω χρόνια (ή μια ζωή ακόμη) που να έχουμε την ανάγκη να μιλάμε για την απώλειά μας με διάφορους τρόπους. Εκεί συχνά παρεμβαίνει ο περίγυρος με νουθεσίες όπως: «ξεπέρασέ το τωρα, τόσος καιρός πέρασε» ή παρατηρήσεις όπως «ακόμη τη θυμάσαι;!». Σε αυτή την περίπτωση ο πενθών βιώνει μοναξιά ή ενοχή και αναγκάζεται να εσωτερικεύσει πολλά από τα συναισθήματα και τις σκέψεις του.
Βιβλιογραφία
Doka, K. J. (Ed.) (2002). Disenfranchised grief: new directions, challenges and strategies for practice. Illinois: Research Press.
Kalish, Richard A. (1998). The Horse on the Dining-Room Table [online]. Journal of Family Studies, Vol. 4, No. 2, Oct 1998: 139-142.
Neimeyer, R. (2006). Ν’ αγαπάς και να χάνεις: Αντιμετωπίζοντας την απώλεια. Αθήνα: Εκδόσεις Κρητική.
Worden, W. J. (2002). Grief counseling and grief therapy. A Handbook for the mental health practitioner. New York: Springer.
………………………………………………………………………………………………………………………………………………
Δημοσιογραφική Επιμέλεια: Ευθύμιος Σαββάκης
Φωτογραφίες: Πίνακες του Νορβηγού καλλιτέχνη Edvard Munch.